Συνέχεια απο: Ο χρόνος των αλλαγών
Ήταν το πιο όμορφο ξύπνημα της ζωής μου, καθώς άνοιξα τα μάτια και είδα ότι δεν έμεναν παρά μερικά ακόμα μέτρα για να φτάσω επάνω. Η καρδιά μου παραλίγο να εκραγεί απ’ τη χαρά. Μια χαρά τόσο άγρια, που παραλίγο να με πνίξει. Τότε κατάλαβα ότι δεν ήταν εύκολο να κινηθώ. Τόσον καιρό που περίμενα ακίνητος, αφημένος στην μοίρα του νερού, είχα παγώσει μέσα του. Ευτυχώς, το αίμα μου, που είχε παγώσει κι εκείνο, είχε εξαλείψει από την καρδιά μου κάθε συναίσθημα, αλλιώς μπορεί και να είχα τρελαθεί. Τώρα, δυό βήματα μακριά από την ελευθερία κι εγώ δεν είχα τη δυνατότητα να κουνηθώ. Αν ένοιωθα κάτι, θα είχα σίγουρα βουλιάξει από τη θλίψη. Τώρα όλα ήταν στο χέρι της λογικής. Απ’ ότι κατάλαβα, ο μόνος που είχε ακόμη την πλήρη εξουσία, ήταν ο εγκέφαλος. Μονάχα εκείνος μπορούσε να ελέγξει τα πάντα. Είχε έρθει η ώρα να τον αξιοποιήσω κατάλληλα. Να τον αφήσω να δράσει έτσι όπως γνώριζε.
Θυμήθηκα που κάποτε είχα ακούσει για εκείνο το καρβουνάκι που βρίσκεται μέσα στην κοιλιά κι όταν αφοσιωθεί κανείς απόλυτα στην ανάσα, αρχίζει να καίει. Ήταν απίστευτο αυτό που είχε αρχίσει να συμβαίνει ενόσω είχα αποδεχτεί το ρόλο του παρατηρητή. Η αναπνοή και πάλι. Η σπίθα που μπορεί να γίνει φωτιά. Ένοιωσα το αίμα να κυλά σιγά-σιγά, ζεστό και πάλι, στις φλέβες. Ένοιωσα τους μυς της κοιλιάς να καθοδηγούν την αναπνοή να χυμήξει βαθιά μέσα της, να ξυπνήσει τη θέληση να θελήσει και πάλι, ξανά και ξανά, μέχρι τα δάχτυλα ν’ αρχίσουν να κουνιούνται. Μέχρι που ένοιωσα και πάλι την ελπίδα να γαργαλάει την υπαρξή μου. Ήταν πλέον ζήτημα ωρών. Σε λίγο, θα ήμουν έξω, αλλά για να συμβεί αυτό τώρα θα έπρεπε όχι μόνο να κρατηθώ ζωντανός, αλλά και να συμπεριφερθώ κατάλληλα. Πρώτα απ’ όλα όμως, έπρεπε, όπως έβλεπα, να ξαναμάθω να κινούμαι. Τίποτα δεν ήταν όπως παλιά. Για την ώρα, ακόμη και η παραμικρή κίνηση, χρειάζονταν κόπο για να γίνει. Έπρεπε να είμαι συνετός.